- μαρσάρω
- (λ. γαλλ.), μαρσάρισα, μαρσαρισμένος, επιταχύνω την κίνηση αυτοκινήτου ή μηχανής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαρσάρω — μαρσάρω, μάρσαρα και μαρσάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαρσάρω — (σχετικά με αυτοκίνητο) πατώ απότομα και επίμονα γκάζι, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. march er «προχωρώ, βαδίζω» + κατάλ. άρω (πρβλ. καμουφλάρω, σκορ άρω)] … Dictionary of Greek
μαρσάρισμα — το [μαρσάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαρσάρω … Dictionary of Greek